Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abilities
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητες, ικανοτήτων, ικανότητές, τις ικανότητες, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
accessibility
/əkˈses.ə.bl̩/ = NOUN: προσιτότητα, ευπρόσιτο;
USER: προσιτότητα, προσβασιμότητας, προσβασιμότητα, πρόσβασης, accessibility
GT
GD
C
H
L
M
O
accessible
/əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός;
USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
accounts
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
accurate
/ˈæk.jʊ.rət/ = ADJECTIVE: ακριβής;
USER: ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
anyone
/ˈen.i.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, οιοσδήποτε;
USER: κάποιος, κανέναν, οποιονδήποτε, καθένας, κανείς
GT
GD
C
H
L
M
O
appealing
/əˈpiː.lɪŋ/ = VERB: απικαλούμαι, κάνω ένσταση;
USER: ελκυστικό, ελκυστική, ελκυστικά, ελκυστικές, έκκληση
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
atm
/ˌeɪ.tiːˈem/ = ABBREVIATION: ΑΤΜ, Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή;
USER: ATM, ΑΤΜ, ατμόσφαιρες, Μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, ατμοσφαιρών
GT
GD
C
H
L
M
O
atms
/ˌeɪ.tiːˈem/ = USER: atms, ΑΤΜ, Δίκτυο, ατμοσφαιρών, ατμόσφαιρες
GT
GD
C
H
L
M
O
attitudes
/ˈæt.ɪ.tjuːd/ = NOUN: στάση, διάθεση;
USER: στάσεις, στάσεων, στάση, συμπεριφορές, συμπεριφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
automated
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη
GT
GD
C
H
L
M
O
automation
/ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός;
USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
baby
/ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο;
USER: μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών
GT
GD
C
H
L
M
O
bank
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
ADJECTIVE: τραπεζικός;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό
GT
GD
C
H
L
M
O
banking
/ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα;
USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού
GT
GD
C
H
L
M
O
banks
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζες, οι τράπεζες, τραπεζών, τις τράπεζες, των τραπεζών
GT
GD
C
H
L
M
O
base
/beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού;
VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
becoming
/bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός;
USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
benefits
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
boomers
/buːm.ər/ = USER: boomers, boomers θα πάρουν, μεταπολεμική, boomers θα πάρουν τη, μεταπολεμική γενιά
GT
GD
C
H
L
M
O
boxes
/bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα;
VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ;
USER: κουτιά, κιβώτια, θέσεις, πλαίσια, κιβωτίων
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
carefully
/ˈkeə.fəl.i/ = ADVERB: προσεκτικά;
USER: προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεκτική
GT
GD
C
H
L
M
O
centric
/-sen.trɪk/ = ADJECTIVE: κεντρικός;
USER: κεντρικός, centric, επίκεντρο, κεντρική, με επίκεντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
choosing
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλογή, επιλέγοντας, την επιλογή, επιλέγουν, επιλογής
GT
GD
C
H
L
M
O
clearly
/ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα;
USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα
GT
GD
C
H
L
M
O
closest
/kləʊs/ = USER: πλησιέστερο, πλησιέστερη, πιο κοντινό, κοντινότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
combining
= VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω;
USER: συνδυάζοντας, που συνδυάζει, συνδυάζει, συνδυασμό, συνδυάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
communicated
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: κοινοποιούνται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνονται, κοινοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
competitive
/kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός;
USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
confident
/ˈkɒn.fɪ.dənt/ = ADJECTIVE: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, πεποιθώς;
USER: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, σίγουροι, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
containment
/kənˈteɪn.mənt/ = NOUN: περιορισμός, ανάσχεση, συνοχή;
USER: περιορισμός, ανάσχεση, συγκράτηση, περιορισμού, συγκράτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
content
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση;
ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος;
VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ;
USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
convenient
/kənˈviː.ni.ənt/ = ADJECTIVE: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, αναπαυτικός;
USER: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
creates
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customized
/ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, εξατομικευμένες, προσαρμοστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
decisions
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
demographic
/ˌdeməˈgrafik/ = ADJECTIVE: δημογραφικός;
USER: δημογραφικός, δημογραφική, δημογραφικές, δημογραφικών, δημογραφικής
GT
GD
C
H
L
M
O
demographics
/ˌdeməˈgrafik/ = USER: δημογραφικά, δημογραφικά στοιχεία, δημογραφία, δημογραφικών, τα δημογραφικά στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
deploy
/dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξετε, την ανάπτυξη, αναπτύξει, αναπτύσσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
deployments
= NOUN: ανάπτυξη, παράταξη;
USER: αναπτύξεις, υλοποιήσεις, αναπτύξεων, επεκτάσεις, αναπτύξεις του
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
difficult
/ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος;
USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
discuss
/dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ;
USER: συζητήσουν, συζητήσει, συζητήσετε, συζητούν, να συζητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
diverse
/daɪˈvɜːs/ = ADJECTIVE: ποικίλος, διάφορος;
USER: ποικίλες, διαφορετικές, ποικίλα, διαφορετικά, ποικίλο
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
dramatically
/drəˈmæt.ɪ.kəl.i/ = USER: δραματικά, εντυπωσιακά, δραστικά, θεαματικά, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
economy
/ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία;
USER: οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
GT
GD
C
H
L
M
O
ecosystem
/ˈekōˌsistəm,ˈēkō-/ = USER: οικοσυστήματος, οικοσύστημα, οικοσυστημάτων, οικοσυστήματα, το οικοσύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
efficient
/ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος;
USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
engaging
/ɪnˈɡeɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, συμπαθητικός, ευχάριστος;
USER: συμμετοχή, εμπλοκής, εμπλοκή, τη συμμετοχή, ασκούν
GT
GD
C
H
L
M
O
enjoyable
/enˈjoi-əbəl/ = ADJECTIVE: απολαυστικός;
USER: απολαυστική, ευχάριστες, ευχάριστη, απολαυστικό, ευχάριστο
GT
GD
C
H
L
M
O
ensuring
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: διασφαλίζοντας, εξασφαλίζοντας, εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση
GT
GD
C
H
L
M
O
especially
/ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά;
USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
essential
/ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης;
USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
everyday
/ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός;
USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
excluding
/ɪkˈskluː.dɪŋ/ = VERB: αποκλείω;
USER: εξαιρουμένων, εκτός, εξαιρουμένων των, εξαίρεση, εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
existing
/ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
fact
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός
GT
GD
C
H
L
M
O
fast
/fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος;
NOUN: νηστεία;
VERB: νηστεύω;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
feeling
/ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή;
USER: συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθάνεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
finds
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρίσκει, διαπιστώνει, διαπιστώσει, ευρήματα, θεωρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
flawless
/ˈflɔː.ləs/ = ADJECTIVE: άψογος, χωρίς ελάττωμα;
USER: άψογος, άψογη, άψογο, την άψογη, αψεγάδιαστο
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forecasts
/ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία;
VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω;
USER: προβλέψεις, προγνώσεις, τις προβλέψεις, προβλέψεων, προβλέψεις των
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
groups
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
hard
/hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά;
ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς;
USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
hardware
/ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών;
USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
highly
/ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα;
USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
ideal
/aɪˈdɪəl/ = NOUN: ιδανικό;
ADJECTIVE: ιδανικός, ιδεώδης;
USER: ιδανικό, ιδανικός, ιδανική, ιδανικά, ιδανικές
GT
GD
C
H
L
M
O
immersive
/ɪˈmɜːs/ = USER: immersive, καθηλωτική, συναρπαστικότερα, καθηλωτικό, συναρπαστική
GT
GD
C
H
L
M
O
implementation
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση;
USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
implementing
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inclusive
/ɪnˈkluː.sɪv/ = ADJECTIVE: περιεκτικός, συμπεριλαμβανομένος;
USER: inclusive, χωρίς αποκλεισμούς, αποκλεισμούς, συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increasing
/ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
increasingly
/ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο;
USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
innovators
/ˈɪn.ə.veɪt/ = NOUN: νεωτεριστής;
USER: καινοτόμοι, καινοτόμους, καινοτομίας, νεωτεριστές, καινοτομίες
GT
GD
C
H
L
M
O
instantly
/ˈɪn.stənt.li/ = ADVERB: στη στιγμή, πάραυτα, εις την στιγμή;
USER: στη στιγμή, αμέσως, άμεσα, άμεση, στιγμιαία
GT
GD
C
H
L
M
O
institutions
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα;
USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
intuitive
/ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ενστικτώδης, προαισθηματικός;
USER: διαισθητική, διαισθητικό, διαισθητικές, έξυπνο, διαισθητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
involved
/ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος;
USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
ivr
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
leverage
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού;
USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός
GT
GD
C
H
L
M
O
lifelike
/ˈlaɪf.laɪk/ = ADJECTIVE: όμοιος με ζωντανό;
USER: όμοιος με ζωντανό, ζωντανές, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
massive
/ˈmæs.ɪv/ = ADJECTIVE: ογκώδης, συμπαγής, βαρύς;
USER: ογκώδης, μαζική, τεράστια, τεράστιο, μαζικές
GT
GD
C
H
L
M
O
matters
/ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο;
VERB: σημαίνω;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
millennials
/mɪˈlen.i.əm/ = USER: χιλιετίας, Millennials, γενιάς αυτής, νέας χιλιετίας,
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
moving
/ˈmuː.vɪŋ/ = NOUN: κίνηση, μετατόπιση, μετακόμιση;
ADJECTIVE: κινούμενος, συγκινητικός;
USER: κίνηση, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται, μετακίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
nations
/ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος;
USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
naturally
/ˈnætʃ.ər.əl.i/ = ADVERB: φυσικά, απλά;
USER: φυσικά, φυσικό, φυσικώς, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο, φυσικό τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
none
/nʌn/ = PRONOUN: κανένας, ουδείς;
ADVERB: καθόλου, ουδόλως;
USER: κανένας, κανένα, καμία, none, κανέναν, κανέναν
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offering
/ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία;
USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overwhelming
/ˌōvərˈ(h)welm/ = ADJECTIVE: αφόρητος, δυσβάσταχτος;
NOUN: υπερβάλλων;
USER: συντριπτική, συντριπτικό, συντριπτικά, συντριπτικής, εντυπωσιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
paced
/peɪs/ = NOUN: ιδιοκτήτης, κτήτορας;
USER: ρυθμό, ρυθμών, ρυθμούς, ρυθμό της
GT
GD
C
H
L
M
O
parallel
/ˈpær.ə.lel/ = NOUN: παράλληλο;
ADJECTIVE: παράλληλος;
VERB: παραλληλίζομαι, παραλληλίζω;
USER: παράλληλες, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλου, παράλληλη
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
percentage
/pəˈsen.tɪdʒ/ = NOUN: ποσοστό, εκατοστιαία αναλογία, αναλογία τις εκατόν;
USER: ποσοστό, μονάδες, ποσοστιαίες, ποσοστού, ποσοστιαία
GT
GD
C
H
L
M
O
perfect
/ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος;
NOUN: παρακείμενος;
VERB: τελειοποιώ, τελειώ;
USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
players
/ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης;
USER: παίκτες, οι παίκτες, παικτών, φορείς, players, players
GT
GD
C
H
L
M
O
population
/ˌpɒp.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: πληθυσμός;
USER: πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, πληθυσμού της
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
practise
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, την πρακτική, ασκήσετε, ασκήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pressure
/ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση;
USER: πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του, πίεση του
GT
GD
C
H
L
M
O
pride
/praɪd/ = NOUN: υπερηφάνεια, περηφάνια, φιλότιμο, φιλοτιμία, υπεροψία;
USER: υπερηφάνεια, περηφάνια, υπερηφάνειας, καμάρι, την υπερηφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
priorities
/praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης;
USER: προτεραιότητες, προτεραιοτήτων, τις προτεραιότητες, οι προτεραιότητες, προτεραιότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
procedures
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
profiles
/ˈprəʊ.faɪl/ = NOUN: προφίλ, κατατομή, πορτρέτο, κατατομή προσώπου;
USER: προφίλ, τα προφίλ, χαρακτηριστικά, προφιλς, προφίλ των
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
providers
/prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός;
USER: παρόχους, πάροχοι, παρόχων, οι πάροχοι, παροχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
quite
/kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι;
USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
refers
/rɪˈfɜːr/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω;
USER: αναφέρεται, παραπέμπει, αναφέρει, αφορά, αναφέρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
regardless
/rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής;
USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα
GT
GD
C
H
L
M
O
regular
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός;
USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
regulatory
/ˈregyələˌtôrē/ = NOUN: ρυθμιστής;
USER: κανονιστική, κανονιστικές, κανονιστικών, ρυθμιστικών, ρυθμιστική
GT
GD
C
H
L
M
O
relationship
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
GT
GD
C
H
L
M
O
rely
/rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση;
USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
revenues
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
rise
/raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση;
VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι;
USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
robotic
/rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
roi
= USER: roi, ΑΤΕ, απόδοση της επένδυσης, ρουά, απόδοση της επένδυσής
GT
GD
C
H
L
M
O
rolling
/ˈrəʊ.lɪŋ/ = ADJECTIVE: κυλιομένος;
USER: τροχαίο, το τροχαίο, τροχαίου, κύλισης, κυλιόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
satisfaction
/ˌsæt.ɪsˈfæk.ʃən/ = NOUN: ικανοποίηση, ευχαρίστηση;
USER: ικανοποίηση, ικανοποίησης, ικανοποίησή, την ικανοποίηση, ικανοποίηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
selective
/sɪˈlek.tɪv/ = ADJECTIVE: εκλεκτικός, επιλογικός;
USER: εκλεκτικός, επιλεκτική, επιλεκτικής, επιλεκτικό, εκλεκτική
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
solution
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
strong
/strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
teller
/ˈtel.ər/ = NOUN: ταμίας τράπεζας, λέγων, μετρητής, ταμίας τράπεζης;
USER: teller, ταμίας, αφηγητής, αφηγητή, ταμία
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
tick
/tɪk/ = NOUN: τσιμπούρι, σημάδι, στρωματόπανο, στρωματσόπανο, τίκ, ελαφρός κρότος, σημείωμα, βερεσές;
VERB: σημειώ, κροτώ;
USER: τσιμπούρι, tick, τσεκάρωντας, σημειώστε, επιλέξτε
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
towards
/təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον;
USER: προς, για, προς την, έναντι, μπαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
transaction
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης
GT
GD
C
H
L
M
O
tricky
/ˈtrɪk.i/ = ADJECTIVE: πονηρός, απατηλός, ζόρικος, κατεργάρικος;
USER: δύσκολο, δυσνόητο, δύσκολη, δυσνόητη, δύσκολα
GT
GD
C
H
L
M
O
trustworthy
/ˈtrəstˌwərT͟Hē/ = ADJECTIVE: αξιόπιστος, έμπιστος, φερέγγυος;
USER: αξιόπιστος, έμπιστος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
tts
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
united
/jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος;
USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
versus
/ˈvɜː.səs/ = PREPOSITION: έναντι, κατά, εναντία;
USER: έναντι, σχέση, σε σχέση, σχέση με, σε σχέση με
GT
GD
C
H
L
M
O
verticals
/ˈvərtikəl/ = USER: κάθετες, verticals, κάθετα, καθέτων, κάθετη διάρθρωση,
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
voices
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yet
/jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις;
USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
259 words